- ὑπέρβλημα
- ὑπέρβλημα, ατος, τό,A portion of an area projecting beyond a given line, Archim.Con.Sph.2, al.; excess of one magnitude over another, Simp. in Ph.973.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπέρβλημα — portion of an area projecting beyond neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρβλημα — ήματος, τὸ, Α επιφάνεια που εξέχει σε γεωμετρικό σχήμα πάνω από μια γραμμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υπερβλη τού ρ. ὑπερβάλλω (πρβλ. παθ. αόρ. ὑπερ ε βλή θην) + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek
ὑπερβλημάτεσσιν — ὑπέρβλημα portion of an area projecting beyond neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβλημάτων — ὑπέρβλημα portion of an area projecting beyond neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβλήματι — ὑπέρβλημα portion of an area projecting beyond neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβλήματος — ὑπέρβλημα portion of an area projecting beyond neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek